Κάποτε
οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία
στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Και όταν ήρθαν στο κέφι έβγαλαν
τον Σαμψών από τη φυλακή και τον έφεραν να τους διασκεδάσει. Τον έβαλαν να
σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους και διασκέδαζαν με το θέαμα.
Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν
όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου 3.000 άντρες και
γυναίκες που διασκέδαζαν βλέποντας τον Σαμψών.
Τότε ο Σαμψών φώναξε στον Κύριο και είπε:
«Κύριε, Θεέ, θυμήσου με, σε παρακαλώ, και κάνε με δυνατό μονάχα ετούτη τη φορά,
για να εκδικηθώ μια για πάντα τους Φιλισταίους για τα δύο μου μάτια».
Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που
στήριζαν το ναό κι ακούμπησε πάνω τους, στη μια με το δεξί του χέρι και στην
άλλη με το αριστερό, και είπε: «Ας
πεθάνω κι εγώ μαζί με τους Φιλισταίους». Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη κι έπεσε
ο ναός πάνω στους άρχοντες και σ' όλο τον λαό που ήταν εκεί.
Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό
του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ' όλη τη ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου