Ο
Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και
στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διό-ρισε τον Αμεσσά, ο
οποίος ήταν κι αυτός ανηψιός του Δαβίδ. Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον
ακολουθούσε και χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό
τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του
Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Τέλος, ο Δαβίδ είπε
στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον
Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό. Κι όλος ο στρατός του πληροφορήθηκε την
εντολή του βασιλιά προς τους στρατηγούς του, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ.
Ο θάνατος
του Αβεσσαλώμ
Ο
στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του
Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ
νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη
καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή.
Ο
Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του
Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του
μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί
μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του.
Ένας
στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος του είπε να τον
σκοτώσει επί τόπου, αλλά ο στρατιώτης είπε στον Ιωάβ, ότι κι αν ακόμη του έδινε
μεγάλη αμοιβή, δεν θ' άπλωνε φονικό χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλος ο
στρατός άκουσε το βασιλιά που έδινε την εντολή στους στρατηγούς του.
Τότε
ο Ιωάβ πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά
του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός και κρεμασμένος στη βελανιδιά.
Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ και τον
αποτέλειωσαν. Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και το έριξε σ' ένα λάκκο
στο δάσος, ρίχνοντας από πάνω του μεγάλο σωρό από πέτρες.
Μετά
τη μάχη ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, καθώς και ο Χουσί, πήραν την άδεια από τον
Ιωάβ, ν' αναγγείλουν τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά. Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα
στις δύο πύλες της πόλεως. Πρώτος έφτασε ο Αχιμάας, ο οποίος προσκύνησε το
βασιλιά και του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του εναντίον του στρατού του
Αβεσσαλώμ. Μετά ο Δαβίδ τον ρώτησε, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο
Αχιμάας απάντησε, ότι τον έστειλε ο Ιωάβ και ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε ο
Αβεσσαλώμ.
Εκείνη
τη στιγμή είχε φτάσει και ο Χουσί, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ανήγγειλε
τη νίκη του στρατού του Δαβίδ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Χουσί, εάν ο γιος του ο
Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Χουσί απάντησε ότι οι εχθροί του βασιλιά στασίασαν
εναντίον του, γι' αυτό ας έχουν την τύχη του γιου του βασιλιά, του Αβεσσαλώμ.
Τότε ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη
και θρήνησε με πολύ πόνο για το θάνατο του γιου του, κράζοντας: "γιε μου
Αβεσσαλώμ, γιε μου, μακάρι να πέθαινα εγώ αντί για σένα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου