Κάποτε
ο Σαμψών αγάπησε μια γυναίκα, που ονομαζόταν Δαλιδά. Οι άρχοντες των Φιλισταίων
πήγαν και τη βρήκαν και την έπεισαν να προσπαθήσει να ανακαλύψει από που ο
Σαμψών αντλεί τη μεγάλη του δύναμη, έτσι ώστε να μπορέσουν να τον νικήσουν και
να τον αιχμαλωτίσουν. Σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκαν αρκετό ασήμι.
Έτσι κάποια μέρα η Δαλιδά ρώτησε το Σαμψών:
«Πες μου, σε παρακαλώ, από πού προέρχεται η μεγάλη δύναμη σου και πως μπορεί
κανείς να σε δέσει;» Ο Σαμψών της είπε: «Αν με δέσουν με εφτά νωπά νεύρα, που
δεν έχουν ακόμη ξεραθεί, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός
άνθρωπος».
Τότε οι άρχοντες των Φιλισταίων της έφεραν εφτά
νωπά νεύρα και μ' αυτά τον έδεσε. Στο μεταξύ αυτή είχε κρύψει ανθρώπους, που
περίμεναν έτοιμοι, στο εσωτερικό του σπιτιού. Ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι
Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Τότε αυτός έσπασε τα νεύρα, όπως σπάει μια
κλωστή.
Τότε η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Με γέλασες και
μου είπες ψέματα. Πες μου, λοιπόν, τώρα, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει;» Αυτός
της απάντησε: «Αν με δέσουν γερά με καινούρια σχοινιά, που δεν τα 'χουν ακόμα
χρησιμοποιηθεί σε καμιά δουλειά, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν
ένας κοινός άνθρωπος».
Η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε
μ' αυτά. Και ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!»
Στο μεταξύ είχε κρύψει πάλι ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι στο εσωτερικό του
σπιτιού. Αυτός όμως έσπασε τα σχοινιά από τα μπράτσα του, σα να ήταν κλωστές.
Η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Ως τώρα με γέλασες
και μου είπες ψέματα. Φανέρωσέ μου, λοιπόν, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει».
Αυτός της είπε: «Αν πλέξεις τις εφτά πλεξίδες του κεφαλιού μου στο στημόνι του
αργαλειού, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».
Έτσι, η Δαλιδά κοίμισε τον Σαμψών, πήρε τις
εφτά πλεξούδες του κεφαλιού του και τις ύφανε με το στημόνι του αργαλειού, και
μετά τις στερέωσε σ' ένα πάσσαλο στον τοίχο. Έπειτα του φώναξε: «Σαμψών, οι
Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Αυτός ξύπνησε και τράβηξε με τα μαλλιά του
και τον πάσσαλο από τον τοίχο.
Η Δαλιδά του είπε πάλι: «Πώς μπορείς να λες ότι
μ' αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε
μου φανέρωσες πού βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη». Κι αφού κάθε μέρα τον
ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, στο τέλος της άνοιξε όλη την
καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ
είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν
ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός
άνθρωπος».
Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την
καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων και τους είπε: «Αυτή
τη φορά, μπορείτε να 'ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες
των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους. Αυτή τον κοίμισε στα γόνατα της και φώναξε
έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών.
Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι
έρχονται εναντίον σου!» Ο Σαμψών ξύπνησε αλλά το Πνεύμα του Θεού είχε φύγει
πλέον απ' αυτόν.
Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν
τα μάτια και τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και
τον έβαλαν ν' αλέθει με τον μύλο σιτάρι. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του
είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου